- σορόπι
- το, Νβλ. σιρόπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σορόπι — το βλ. σιρόπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιροπιάζω — και σοροπιάζω Ν [σιρόπι / σορόπι] 1. (μτβ.) διαβρέχω, περιχύνω γλύκισμα με σιρόπι 2. (αμτβ.) α) (για διάλυμα ζάχαρης και νερού ύστερα από βρασμό) γίνομαι σιρόπι, γίνομαι παχύρρευστος σαν σιρόπι β) (για γλύκισμα) διαβρέχομαι με σιρόπι, απορροφώ… … Dictionary of Greek
σιρόπι — και σορόπι, το, Ν 1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική 2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος 3. η μελάσσα τού ζαχαροκάλαμου 4. καθετί που είναι πολύ γλυκό… … Dictionary of Greek
σιρόπι — το ιού, και σορόπι, το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης: Έριξε πολύ σιρόπι στον μπακλαβά. 2. φάρμακο υγρό που πίνεται με κουτάλι: Ο γιατρός της είπε να αγοράσει ένα σιρόπι για το παιδί της. 3. μτφ., ό,τι είναι πολύ γλυκό: Έφτιαξε έναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)